αρτοκόπος

αρτοκόπος
ἀρτοκόπος και -πόπος, ο, η (Α)
ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β' συνθετικό -ποπος < *-kwopos (< *-pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw- «ψήνω, μαγειρεύω» (πρβλ. πέσσω «μαλακώνω, ωριμάζω, μαγειρεύω», πέπων «ο ώριμος, αυτός που έγινε μαλακός από τον ήλιο»). Ο πρωταρχικός τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: α-to-po-qo, όπου παρατηρείται διατήρηση του χειλοϋπερωικού kw, το οποίο δηλώνεται με το συλλαβόγραμμα q. Σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη, το β' συνθετικό -κόπος του τ. αρτοκόπος συνδέεται με το κόπτω και όχι με το πέσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀρτοκόπος — baker masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόποι — ἀρτοκόπος baker masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπου — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπους — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπων — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • αρτοκοπικός — ἀρτοκοπικός, ή, όν, (Α) [αρτοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρτοκόπο, τον αρτοποιό …   Dictionary of Greek

  • αρτοπόπος — βλ. αρτοκόπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”